Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Ενα παραμυθι.

Μα ναι! επέμενε ο μικρός άγγελος. Τα μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς. Στη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι. Στα γλυκά με κανέλα και μέλι που φτιάχνουν στην κουζίνα του σπιτιού. Έρχονται Χριστούγεννα σας λέω!
-Εμείς το μόνο που μυρίζουμε εδώ μέσα είναι κλεισούρα και σκόνη. Κοιμήσου μικρέ. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα του είπαν οι άγγελοι και ξάπλωσαν πάνω στο βαμβάκι που είχαν για στρώμα για να μη τσαλακωθούν και σκιστούν. Όμως ο μικρός άγγελος, ο τελευταίος στη φουντωτή γιρλάντα με τους αγγέλους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την χαρά και την προσμονή. Έφταναν τα Χριστούγεννα και επιτέλους θα βρισκότανε και πάλι πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκεί μπορούσε να βλέπει όλο το σπίτι, στολισμένο με γκι και κορδέλες.
Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε.
Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:
-Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι.
Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους. Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει.
Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει. Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.
-Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί. Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά…χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση. -Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.
Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν.
Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.
-Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο.
Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του. Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα.
Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.
-Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.
Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.
Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων. Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού. Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του.
Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες πιο πλούσιες και πιο ζεστές.
Με αγάπη!

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Hexenhammer

Το έργο αυτό συντάχθηκε από δύο Δομινικανούς μοναχούς-ιεροεξεταστές, τον Χάινριχ Κράμερ (Ερρίκος Κραίμερς ή Heinrich Kramer) και τον Γιάκομπ Σπρένγκερ (Ιάκωβος Σπρέγκερ ή Jacob Sprenger), οι οποίοι ισχυρίζονταν μέσα στο βιβλίο ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από τον Πάπα Ιννοκέντιο Η' να ασκήσουν διώξεις κατά των μαγισσών σε όλη τη Γερμανία μέσω ενός παπικού διατάγματος της 5ης Δεκεμβρίου 1484· αυτό όμως το διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη συγγραφή του βιβλίου και πριν γίνουν γνωστές οι σχεδιαζόμενες μέθοδοι τους.

Οι Κράμερ και Σπρένγκερ υπέβαλλαν το Malleus Maleficarum στην Σχολή Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας στις 9 Μαΐου 1487, ελπίζοντας ότι θα εγκριθεί. Αντ' αυτού, ο κλήρος και το Πανεπιστήμιο το καταδίκασαν ως παράνομο και αντιδεοντολογικό.Ο Κράμερ παρ' όλα αυτά εισήγαγε ένα πλαστογραφημένο ισχυρισμό υποστήριξης από το Πανεπιστήμιο σε μεταγενέστερες τυπωμένες εκδόσεις του βιβλίου. Το 1487 είναι γενικώς αποδεκτό ως η ημερομηνία δημοσίευσης, μολονότι πρώιμες εκδόσεις μπορεί να είχαν παραχθεί το 1485 ή το 1486. Η Εκκλησία απαγόρευσε το βιβλίο λίγο αργότερα, τοποθετώντας το στο Index Librorum Prohibitorum. Μολαταύτα, μεταξύ των ετών 1487 και 1520, το έργο δημοσιεύθηκε δεκατρείς φορές. Μετά από πενήντα χρόνια, αναδημοσιεύτηκε δεκαέξι φορές κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1574 και της έκδοσης της Λυών του 1669. Ο ψευδής ισχυρισμός ότι είχε λάβει έγκριση ο οποίος εμφανιζόταν στην αρχή του βιβλίου συνέβαλλαν στη δημοτικότητά του.

Το κείμενο ήταν τόσο δημοφιλές ώστε πούλησε περισσότερα αντίτυπα από οποιοδήποτε άλλο έργο, εκτός της Βίβλου, μέχρι την έκδοση του The Pilgrim's Progress του Τζον Μπάνιγιαν (John Bunyan) το 1678.

Οι επιδράσεις του Malleus Maleficarum εξαπλώθηκαν πολύ πέρα από τη Γερμαία, επηρεάζοντας πολύ την Γαλλία και την Ιταλία και, σε μικρότερο βαθμό, την Αγγλία.

Παρ' όλη την δημοφιλή αντίληψη ότι το Malleus Maleficarum ήταν το κλασσικό Ρωμαιοκαθολικό κείμενο για τη μαγεία, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ επίσημα από την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση το 1490. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκε και από τους Προτεστάντες σε κάποιες από τις δίκες τους κατά των μαγισσών.


Technorati Profile

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Η ομορφιά των 40.

Η ηλικία των σαράντα είναι η πιο παραγωγική σε μια γυναίκα. Είναι η ηλικία που η γυναίκα προσπαθεί να συνταιριάξει όλους τους ρόλους της -σωστή επαγγελματίας, μητέρα και σύντροφος- και που το άγχος έχει μπει δυναμικά στη ζωή της. Ένας από τους πιο σίγουρους τρόπους λοιπόν για να καθυστερήσετε τα σημάδια του γήρατος, είναι να αποβάλετε το άγχος. Σ' αυτό θα σας βοηθήσουν προϊόντα, που πέρα από τη δράση τους εξασφαλίζουν και μια αίσθηση ευεξίας με το άρωμά τους. Τα συστατικά που θα πρέπει να αναζητάτε στα καλλυντικά περιποίησης του προσώπου σας, είναι η ρετινόλη, μια ουσία που παράγεται από τη βιταμίνη Α και προκαλεί την ανάπτυξη νέων δερματικών κυττάρων, που «γεμίζουν» τις ρυτίδες και τις μικρές γραμμές, τα φρουτοξέα (AHA), που κάνουν απαλό peeling και φροντίζουν για την ανανέωση των κυττάρων και τη βιταμίνη C, που συμβάλλει στη δημιουργία κολλαγόνου. Η κρέμα ματιών είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία, καθώς και μια μάσκα με βαθιά ενυδατική δράση αλλά και με ταυτόχρονες χαλαρωτικές ιδιότητες. Ακόμη, προτιμήστε για τον καθαρισμό της επιδερμίδας σας κάποιο απαλό γαλάκτωμα, αποφεύγοντας τα προϊόντα που ενεργοποιούνται με το νερό και που σίγουρα προκαλούν περισσότερη ξηρότητα. Ακόμα, προσθέστε στην περιποίησή σας μια κρέμα νυχτός (που θα αφαιρείται καλά με τον πρωινό καθαρισμό σας) και ίσως και κάποιο ελαφρύ serum, που δρα στις πιο βαθιές στοιβάδες της επιδερμίδας.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Ο μικρος αγγελος.

Μα ναι! επέμενε ο μικρός άγγελος. Τα μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς. Στη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι. Στα γλυκά με κανέλα και μέλι που φτιάχνουν στην κουζίνα του σπιτιού. Έρχονται Χριστούγεννα σας λέω!
-Εμείς το μόνο που μυρίζουμε εδώ μέσα είναι κλεισούρα και σκόνη. Κοιμήσου μικρέ. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα του είπαν οι άγγελοι και ξάπλωσαν πάνω στο βαμβάκι που είχαν για στρώμα για να μη τσαλακωθούν και σκιστούν. Όμως ο μικρός άγγελος, ο τελευταίος στη φουντωτή γιρλάντα με τους αγγέλους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την χαρά και την προσμονή. Έφταναν τα Χριστούγεννα και επιτέλους θα βρισκότανε και πάλι πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκεί μπορούσε να βλέπει όλο το σπίτι, στολισμένο με γκι και κορδέλες.
Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε.
Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:
-Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι.
Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους. Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει.
Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει. Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.
-Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί. Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά…χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση. -Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.
Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν.
Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.
-Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο.
Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του. Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα.
Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.
-Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.
Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.
Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων. Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού. Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του.
Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες πιο πλούσιες και πιο ζεστές.
Με αγάπη!


Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2006

Εκπτωτος Αγγελος.

utopia


Ενας αγγελος κουραστηκε.

Πηγε και καθησε στην ακρη του γκρεμου.
Σηκωσε το βλεμμα του προς το ηλιοβασιλεμα.
Αναστεναξε βαρεια.

Ειχε προσπαθησει να σωσει εναν ανθρωπο και το πετυχε.
Ειχε προσπαθησει να σωσει τον εαυτο του και απετυχε.

Σηκωθηκε,
εκανε ενα μικρο βημα και επεσε στο κενο.
Αυτην την φορα, δεν χρησιμοποιησε τα φτερα του.

Donald

utopia

Σειρές από ασπρόμαυρα πλακάκια, ραγισμένα τόπους – τόπους. Με σημάδια σκουριάς οι παλιές βρύσες. Μοναχικές σταγόνες ορίζουν τον χρόνο με αραιή αλλά αδιάκοπη ροή. Ο καθρέφτης είναι σκονισμένος. Τον καθαρίζει ίσα για να δει τον εαυτό του ολόκληρο. Και βλέπει. Ένα κεφάλι με αραιωμένα ξανθά μαλλιά. Ένα πρόσωπο στρογγυλό με ρυτίδες στις άκρες των χειλιών. Κάτι μάτια που χάσανε χιλιάδες χρόνια πριν την στρογγυλάδα τους. Είναι κουρασμένο. Ένα πλάσμα ταλαιπωρημένο. Έχει έρθει η ώρα του. Την προηγούμενη νύχτα αποχαιρέτησε τους ομοίους του. Πάνω στο βουνό, κρυμμένοι όλοι τους σε ρίζες ξεραμένων θάμνων ρουφήξαν τις τελευταίες σταγόνες. Μετά κίνησε για την τελευταία πτήση πάνω από την πόλη. Πάνω από τα φώτα και ίσια μέσα στα σύννεφα. Αποχαιρέτησε δρόμους και γωνιές. Δεν αισθανόταν λύπη. Ήταν φοβερά κουρασμένο.Όλα αυτά τα χρόνια, σειρές από χαμένες ψυχές. Άλλες τις διάλεγε αυτό, άλλες τις άφηνε για τον σκοτεινό του αδερφό. Δεν χρειαζόταν να τον καλέσει. Το αόρατο σκοινί που τους έδενε τον ειδοποιούσε αυτό. Με ένα ενοχλητικό τράβηγμα. Μια διαπεραστική μυρωδιά, αψιά σαν μανιτάρι. Και ο αδερφός του ήταν δίπλα του. Τον κοιτούσε με μάτια σκούρα, αντιπαραβολή στο δικό του απαλό είδωλο. Έπιανε την χαμένη ψυχή από το χέρι και χανόταν στον ουρανό. Λυπόταν όταν συνέβαινε αυτό. Εκείνο τις ταξίδευε προς την Ανατολή, τις αγκάλιαζε. Είχαν πολλά κοινά με τον σκοτεινό του αδερφό. Αλλά όλα αντίθετα, καθρέφτης γυαλισμένος με αιχμηρές γωνίες.Έσκυψε το γερασμένο κεφάλι του. Ο νιπτήρας με το ραγισμένο μάρμαρο σαν να του μιλούσε. Κοίταξε γύρω του. Το παλιό σπίτι που τον φιλοξενούσε τα τελευταία χρόνια – σε όρους ανθρώπινους ισοδυναμούσαν με μέρες, έτριζε στον αέρα. Το πάτωμα, ξύλινο και μεριές – μεριές φαγωμένο από σκώρο βογκούσε απαλά. Όλα θρηνούσαν γύρω του. Μα αυτός δεν ένιωθε λύπη. Ήταν κουρασμένος.Περίμενε να έρθει η ώρα. Να νιώσει το τέντωμα του σχοινιού, την μυρωδιά.Οι σταγόνες έπεφταν αργά, ανακατωμένες με σκουριά. Θυμήθηκε την μόνη ψυχή που τον ακολούθησε θελημένα. Τα μαλλιά της, μακριά και παράξενα πως ανέμιζαν καθώς πετούσαν ανατολικά. Αφηρημένα, σκούπισε τα χέρια του στα μάτια του. Αν ήταν ανθρώπινο πλάσμα θα είχε δάκρυα εκεί. Μα δεν ήταν.Ένιωσε το τέντωμα. Σηκώθηκε όρθιος και αντίκρισε τον σκοτεινό του αδερφό. Τον πήρε από το χέρι και σταθήκαν μπροστά στον μισά ξεσκονισμένο καθρέφτη. Το σκοτεινό του μισό καθάρισε και την δική του πλευρά.Άπλωσαν ταυτόχρονα τα χέρια τους μπροστά. Δύο εγχειρίδια με αστραφτερές λάμες υλοποιήθηκαν ταυτόχρονα στις χαραγμένες τους παλάμες.Γύρισε και ξεκίνησε να κόβει την ρίζα του σκοτεινού αδερφού του. Αίμα σκούρο, κίτρινη χολή και μυρωδιά μήλων, μανιταριών χωμένων βαθιά στο δάσος. Δεν μπορούσε να δει ή να μυρίσει τον εαυτό του. Μα φανταζόταν πως στο τέλος, στο βάθος γινόντουσαν ίδιοι.Πονούσαν και ο πόνος ήταν πιο έντονος όσο τελείωναν με την μια ρίζα και ξεκινούσαν την άλλη. Σφίγγαν τα δόντια και συνεχίζαν. Το σπίτι γύρω τους, οι τοίχοι, το ξύλινο πάτωμα, τα ασπρόμαυρα πλακάκια συντονιζόντουσαν σε μια ψαλμωδία. Οι άνθρωποι θα νιώθαν απλά έναν δυνατό άνεμο πάνω από την πόλη.Μόνο ο καθρέφτης έστεκε ασάλευτος. Και έδειχνε ξεδιάντροπα τα δυο πλάσματα να κόβουν τα φτερά τους. Κάτι μακριά, κιτρινισμένα λευκά φτερά, με άκρες ξεφτισμένες. Όταν έπεσαν στο πάτωμα γίνανε σκόνη. Και τα δυο μισά του ίδιου έκπτωτου αγγέλου, καταδικασμένα σε αιώνια συλλογή χαμένων ψυχών αναστέναξαν χωρίς ήχο. Ελεύθερα. Άγγελοι πια. Ένα πια.

Arachne

utopia

Σε σήκωσα από το χώμα που κειτόσουν και σε πήρα στην αγκαλιά μου σκούπισα τα δάκρυά σου και σε φίλησα στο μέτωπο κουβάλησα νερό με τις χούφτες μου και σου έδωσα να πιεις σε σήκωσα ψηλά και σου έδειξα το φως έδιωξα τους εφιάλτες σου και σου έδωσα ελπίδα χάιδεψα τα μαλλιά σου και τα άφησα να ανεμίζουν καθώς φυσούσε ο αέρας σου έδωσα τροφή και σε τάισα στο στόμα σου ψιθύρισα σ' αγαπώ και σε κράτησα γερά ανάμεσα στα χέρια μου σου τραγούδησα το αγαπημένο σου νανούρισμα και σε άφησα να κοιμηθείς γλυκά στην αγκαλιά μου σε έστησα στα πόδια σου και συ με εγκατέλειψες.

Nemesis.